χλωροφλεξίς

χλωροφλεξίς
-ίδος, η, Ν
(μικρβλ.) βλ. χλωρόφλεξος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλωρόφλεξος — ο, και χλωροφλεξίς, ίδος, η, Ν (μικρβλ.) γένος φωτοσυνθετικών βακτηρίων που ανήκει στην οικογένεια χλωροφλεξακίδες τής ομάδας τών ροδοβακτηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. chloroflexus / chloroflexis] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”